Η Γερμανία πρωτοστατεί στην επιχείρηση εξυγίανσης των δημοσιονομικών στην ευρωζώνη. Με το «χρεόφρενο» που έχει κατοχυρωθεί και συνταγματικά το Βερολίνο θα πρέπει να μηδενίσει μέχρι το 2016 τις δανειακές του ανάγκες.
Στα δύο τρισεκατομμύρια ευρώ ανέρχεται το δημόσιο χρέος της Γερμανίας. Μόνο οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του έφτασαν φέτος τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ, μολονότι το Βερολίνο δανείζεται με πολύ χαμηλό επιτόκιο από τις αγορές. Η διόγκωση του χρέους τα τελευταία χρόνια ανάγκασε τις γερμανικές κυβερνήσεις να αντιδράσουν, κατοχυρώνοντας συνταγματικά τον μηδενισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όπως είχε επισημάνει η καγκελάριος Μέρκελ, από το τέλος της δεκαετίας του '60 οι γερμανικές κυβερνήσεις χρηματοδοτούν την πολιτική τους με δανεικά.
«Αυτό που τις ενδιέφερε ήταν η ανάπτυξη, χωρίς να κοιτάξουν το κόστος. Αν χρειαζόταν έκαναν και χρέη, τα οποία στις καλές εποχές δεν πλήρωναν. Και σήμερα εμείς είμαστε αντιμέτωποι με συσσωρευμένα χρέη δεκαετιών» τονίζει η Άγκελα Μέρκελ.
Ο όγκος του δημοσίου χρέους της Γερμανίας δεν θα μειωθεί αισθητά τα επόμενα χρόνια, καθώς το «χρεόφρενο», που κατοχυρώθηκε συνταγματικά, δεν επιβάλλει την μείωση του υφισταμένου χρέους, αλλά την αποτροπή της διόγκωσής του. Σε ποιο βαθμό η μείωση των δημοσίων δαπανών θα επηρεάσει την ανάπτυξη στη Γερμανία, είναι το ερώτημα που τίθεται καθημερινά. Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίζεται καθησυχαστικός και τονίζει πως η δημοσιονομική εξυγίανση δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανάπτυξη. «Η εξυγίανση ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών στη Γερμανία και μας διασφαλίζει χαμηλό κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους και αυτό στα συμφραζόμενα του συνολικού χρέους προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια στον προϋπολογισμό μας», λέει ο κ. Σόιμπλε.
Στο μεταξύ το «χρεόφρενο» έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες και θα αποτελέσει ένα από τα βασικά σημεία της αναθεώρησης του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Κι αυτό μολονότι από το 1992 αναφέρεται στις ευρωπαϊκές συνθήκες ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα στις χώρες μέλη της ΕΕ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 3% και το δημόσιο χρέος το 60% του ΑΕΠ.
Όμως, είναι γνωστό ότι οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να παραβιάζουν τους κανόνες που οι ίδιες θεσπίζουν. Το έκαναν Γερμανία και Γαλλία το 2002 και το 2003 χωρίς να υποστούν κυρώσεις. Σήμερα, ωστόσο, το Βερολίνο επιδιώκει να γίνει παράδειγμα προς μίμηση. Ο γερμανός οικονομολόγος και πρώην μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ, Ότμαρ Ίσινγκ εκφράζει την ικανοποίησή του για την εξέλιξη αυτή, αλλά και σκεπτικισμό: «Χαιρετίζω την προσπάθεια να καταστεί αυστηρότερο το Σύμφωνο Σταθερότητας. Υπάρχουν αξιοσημείωτες προτάσεις στο τραπέζι. Σημειώνονται, ωστόσο, αντιστάσεις στο ενδεχόμενο ενός αυτοματισμού στο πεδίο των κυρώσεων, όταν μια χώρα παραβιάζει τους κανόνες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν θέλουν να αφήσουν τον έλεγχο της κατάστασης από τα χέρια τους. Και αυτό σημαίνει ότι το νέο Σύμφωνο θα έχει μάλλον την ίδια βαρύτητα που είχε και το προηγούμενο. Αυτό διδάσκει η πολιτική εμπειρία».
Σχολιάστε: