Επίθεση στη στρατηγική της Ε.Ε. απέναντι στην ελληνική κρίση εξαπολύει, μέσα από το σημερινό κύριο άρθρο της η βελγική εφημερίδα «De Tijd».
Κατά τον αρθρογράφο της εφημερίδας, η τακτική «τιμωρίας» που ακολουθεί η Ε.Ε. στην περίπτωση της Ελλάδας είναι «αντιπαραγωγική», στον βαθμό που δυσχεραίνει τις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης, αντί να τις διευκολύνει.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με την εφημερίδα, έγκειται στο ....
Το πρόβλημα, σύμφωνα με την εφημερίδα, έγκειται στο ....
ότι η Ευρώπη, εδώ και 13 μήνες, «θέλει να κάνει την Ελλάδα να ματώσει».
Όπως, όμως, παρατηρεί, όσο περισσότερο καλείται η Ελλάδα να εφαρμόσει μια πολιτική σκληρής λιτότητας και να υποθηκεύσει τα «ασημικά» της, τόσο πιο «σισύφειο» γίνεται το έργο της εκπλήρωσης των δημοσιονομικών στόχων.
Όπως, όμως, παρατηρεί, όσο περισσότερο καλείται η Ελλάδα να εφαρμόσει μια πολιτική σκληρής λιτότητας και να υποθηκεύσει τα «ασημικά» της, τόσο πιο «σισύφειο» γίνεται το έργο της εκπλήρωσης των δημοσιονομικών στόχων.
Και συνεχίζει:
«Οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι πραγματικά τυφλοί, ώστε να μην μπορούν να δουν ότι οι Έλληνες καλούνται να εκπληρώσουν δύο αντιφατικούς στόχους: Από τη μια μεριά αξιώνουν - ορθά - από τους Έλληνες να λάβουν μέτρα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που προϋποθέτουν μια ''εσωτερική υποτίμηση'', μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών, ενώ από την άλλη αναμένουν από αυτούς να μπορέσουν να αποπληρώσουν - σε συνθήκες αποπληθωρισμού - όλες τις οφειλές τους».
Κατά δεύτερο λόγο, συνεχίζει ο αρθογράφος, είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κρίση ρευστότητας, αλλά «κρίση φερεγγυότητας».
Με άλλα λόγια - εξηγεί - η Ελλάδα δεν μπορεί να εισπράξει αρκετά έσοδα από φόρους, ώστε να εξοφλήσει τα χρέη της. Ως εκ τούτου - εκτιμά - το να χορηγεί κανείς επιπλέον ρευστότητα (με τη μορφή ενός δανείου 60 -70 δισ. ευρώ) στην Ελλάδα «είναι σαν να προσπαθεί να μεταθέσει την καυτή πατάτα για αργότερα».
Στο «διά ταύτα», ο αρθογράφος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν παρά δύο επιλογές, για να επιλύσει κανείς ένα παρόμοιο πρόβλημα φερεγγυότητας: Η μία είναι να μειώσει το ύψος του χρέους, μέσω μιας αναδιάρθρωσης, κάτι που, όμως, μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες και αποτελεί παρακινδυνευμένη επιλογή, και η άλλη να προχωρήσει στη δημιουργία μιας οικονομικής - δημοσιονομικής ένωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τη Νομισματική Ένωση, ακολουθώντας και τις παραινέσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ περί σύστασης ενός ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών.
«Οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι πραγματικά τυφλοί, ώστε να μην μπορούν να δουν ότι οι Έλληνες καλούνται να εκπληρώσουν δύο αντιφατικούς στόχους: Από τη μια μεριά αξιώνουν - ορθά - από τους Έλληνες να λάβουν μέτρα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που προϋποθέτουν μια ''εσωτερική υποτίμηση'', μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών, ενώ από την άλλη αναμένουν από αυτούς να μπορέσουν να αποπληρώσουν - σε συνθήκες αποπληθωρισμού - όλες τις οφειλές τους».
Κατά δεύτερο λόγο, συνεχίζει ο αρθογράφος, είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κρίση ρευστότητας, αλλά «κρίση φερεγγυότητας».
Με άλλα λόγια - εξηγεί - η Ελλάδα δεν μπορεί να εισπράξει αρκετά έσοδα από φόρους, ώστε να εξοφλήσει τα χρέη της. Ως εκ τούτου - εκτιμά - το να χορηγεί κανείς επιπλέον ρευστότητα (με τη μορφή ενός δανείου 60 -70 δισ. ευρώ) στην Ελλάδα «είναι σαν να προσπαθεί να μεταθέσει την καυτή πατάτα για αργότερα».
Στο «διά ταύτα», ο αρθογράφος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν παρά δύο επιλογές, για να επιλύσει κανείς ένα παρόμοιο πρόβλημα φερεγγυότητας: Η μία είναι να μειώσει το ύψος του χρέους, μέσω μιας αναδιάρθρωσης, κάτι που, όμως, μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες και αποτελεί παρακινδυνευμένη επιλογή, και η άλλη να προχωρήσει στη δημιουργία μιας οικονομικής - δημοσιονομικής ένωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τη Νομισματική Ένωση, ακολουθώντας και τις παραινέσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ περί σύστασης ενός ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών.
Σχολιάστε: